desquite - ορισμός. Τι είναι το desquite
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι desquite - ορισμός


desquite      
sust. masc.
Acción y efecto de desquitar o desquitarse.
desquite      
desquite m. Acción de desquitarse, por ejemplo en el juego. Acción o suceso con que alguien se desquita.
Tomar el desquite. Desquitarse. Particularmente, de una ofensa o daño recibido.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για desquite
1. Los populares, sin embargo, esperan el desquite en otros dos duelos.
2. La otra semifinal entre Deportivo La Coruña y Espanyol aún no tiene fecha para el encuentro desquite.
3. Surge el tema del siniestro desquite racista, de algunos, contra los asiáticos, africanos y... latinoamericanos que caen en sus manos.
4. Así, el juego de Henin fue más agresivo que en días anteriores, con muchas más subidas a la red, como si quisiera tomarse el desquite.
5. Y finalmente Yannantuoni fue tercero pero se quedó sin el desquite del ańo pasado, cuando Ponce de León le arrebató el triunfo al final.
Τι είναι desquite - ορισμός